ἀπομιμούμενος

ἀπομιμούμενος
ἀπομιμέομαι
express by imitation
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ἀπομῑμούμενος , ἀπομιμέομαι
express by imitation
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλαστογραφώ — πλαστογραφῶ, έω, ΝΜΑ [πλαστογράφος] διαπράττω πλαστογραφία, καταρτίζω πλαστό έγγραφο ή νοθεύω άλλο, γνήσιο, απομιμούμενος έντεχνα τον γραφικό χαρακτήρα κάποιου άλλου και αποβλέποντας σε προσωπικό όφελος νεοελλ. μτφ. διαστρέφω, παραποιώ σκόπιμα… …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”